Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Μια άρρωστη λυκογιαγιά!


Το μικρό λυκάκι πρέπει να πάει φαγητό στην άρρωστη γιαγιά του.
<<Προσοχή! Στο δάσος κυκλοφορούν επικίνδυνες κοκκινοσκουφίτσες και κυνηγοί>>,
 είπε η μαμά λύκαινα στον Άκη, το μικρό λυκάκι.
<<Γιατί θέλουν το κακό  μου;>>
ρώτησε ο Άκης. Η μητέρα του με πολύ αγάπη του είπε:
<<Πολύ παλιά, ένας πρόγονος μας έκλεψε το φαγητό της Κοκκινοσκουφίτσας και αυτή ορκίστηκε να τον εκδικηθεί. Τώρα τα 31 παιδιά της στοιχειώνουν όλα τα μέρη το δάσους  φορώντας κόκκινα ρούχα.>>
 Ο Άκης περιφρόνησε τα λόγια της μαμάς του, άρπαξε το καλάθι με τον αχνιστό τραχανά και έφυγε από το σπίτι του.
<< Προχωρώ, προχωρώ μες στο δάσος, όταν η Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι εδώ!>>
 Έλεγε χαρούμενα. Ένα πετραδάκι βρέθηκε στον δρόμο του και ο μικρός μας Άκης ήταν ξαπλωμένος μαζί με κάμποσο τραχανά με μπόλικο τυράκι κάτω. Δυο κόκκινα κοριτσάκια με χρυσά κουμπιά στις ζακέτες τους είχαν σταθεί δίπλα του.
<<Κοίτα αυτόν τον τριχωτό κακομούτσουνο! Ρίχνει το φαγητό κάτω.>>
είπε μια από τις δυο.
 << Δεν το έριξα, μου έπεσε!>>
 απάντησε όλο άγχος το λυκάκι.
<<Καλά, καλά! Δώσε μας τώρα το φαγητό!>>
 είπε αυτή. Ο Άκης δεν ήξερε τι να κάνει. Να πήγαινε το φαγητό στην γιαγιά του με την γκρίνια των δυο κοριτσιών η να τους το έδινε; Το δίλημμα ήταν μεγάλο. Τελικά, αποφάσισε να τους το δώσει. Με σκυμμένο το κεφάλι προχώρησε. Το μονό που είχε ήταν μια χρυσή μύγα πάνω από το κεφάλι του… για στάσου! Μια χρυσή μύγα;  Μια καλοσκεφτόμενη ιδέα έφτασε στο κεφάλι του με ταχύτητα φωτός! Εάν πουλούσε την χρυσή μύγα, θα έπαιρνε μια άλλη σούπα στην γιαγιά του!
 Έπιασε από το πόδι την μύγα, την έδεσε με μια τρίχα απ ό τα μαλλιά του για να μην του φύγει και αυτή φτερούγιζε με δύναμη. Ξαφνικά συνάντησε ένα γεροκαπιταλιστή και είπε δυνατά για να τον ακούσει:
<< Ποπο! Μια χρυσή μύγα! Είναι συλλεκτική!>>
 << Μικρέ, μια χρυσή μύγα ε; Σου δίνω 5 ευρώ για να την πάρω!>>
 Αντέδρασε ο κύριος φτιάχνοντας την γραβάτα του.
<<Βέβαια, ορίστε.>>
 Απάντησε ο Άκης πετυχαίνοντας τον σκοπό του. Μετά ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Ο καπιταλιστής χάθηκε πέρα από τους θάμνους ενώ το λυκάκι χώθηκε στα πεύκα. Μέσα από αυτά, ένα μαγαζί με ιδιοκτήτη έναν φαλακρό κύριο με μαύρη μπλούζα, φαινόταν αχνά. Ο Άκης με περιέργεια πήγε εκεί κοντά και ρώτησε τον κύριο:
<< Τι πουλάτε;>>
Ο άντρας έκανε μια γρήγορη κίνηση προς τον Άκη λέγοντας του:
<<Πουλάω σούπες, μα μου έχει μείνει μόνο ένα πιάτο!>>
 <<Τι είναι;>>
<<Είναι φιδές.>> του απάντησε.
<<Πόσο ευρώ κάνει;>>
<<κάνει 4 ευρώ!>>
<< Τον θέλω… κύριε!
<<ορίστε παιδί μου!>> είπε ο κύριος.
Ο Άκης με την σούπα να καίει τα χέρια του συνέχισε τον δρόμο. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς του. Χτύπησε την πόρτα, μπήκε μέσα και ρώτησε την γιαγιά του:
<<Γιαγιάκα, θέλεις λίγο ζεστό φιδέ;>>
<<Ναι παιδάκι μου!>>
Ο Άκης άφησε την σούπα πάνω στα πόδια της γιαγιάς του και μόλις την έφαγε, έγινε καλά! Το λυκάκι, είχε θεραπεύσει την γιαγιά του και είχε ένα ευρώ στην τσέπη!!!
Γράφει η Χρυσοπηγή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου